- περκόμορφοι
- (percomorphi). Τάξη νεοπτερύγιων οστεοϊχθύων, που αριθμεί πολυάριθμες οικογένειες. Τα θωρακικά πτερύγια των π. είναι προσκολλημένα στο κρανίο τους και έχουν, στο ραχιαίο τους πτερύγιο, αγκάθια. Τα ψάρια αυτά ζουν σε γλυκά και σε αλμυρά νερά. Οι κυριότερες οικογένειες των ψαριών αυτών είναι οι Περκίδες, οι Σπαρίδες, οι Σκομβρίδες, οι Σκορπενίδες και οι Τριγλίδες.
* * *οι, Νη μεγαλύτερη τάξη ψαριών τής θάλασσας, ὁπως είναι οι τόννοι, τα σκουμπριά, οι ξιφίες κ.ά., και τών γλυκών νερών, ὁπως είναι οι πέρκες και τα ηλιόψαρα, με 6.000 και πλέον είδη που έχουν παγκόσμια εξάπλωση.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. perciformes (< πέρκα + forme «μορφή»)].
Dictionary of Greek. 2013.